ἐπιτηδεύσας

ἐπιτηδεύσας
ἐπιτηδεύσᾱς , ἐπιτηδεύω
pursue
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… …   Dictionary of Greek

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”